εεικοσι

εεικοσι
    ἐείκοσι
    эп. = εἴκοσι(ν)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εεικοσι" в других словарях:

  • ἐείκοσι — εἴκοσι twenty epic (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐείκοσ' — ἐείκοσι , εἴκοσι twenty epic (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είκοσι — (AM εἴκοσι και προ φωνήεντος εἴκοσιν Α και επικ. ἐείκοσι και ἐείκοσιν) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα δύο δεκάδων νεοελλ. (ως ουσ. με άρθρο) 1. το είκοσι α) η γραφική παράσταση τού αριθμού β) οτιδήποτε έχει τον αριθμό είκοσι (π.χ. θέση, λαχνός,… …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

  • u̯ī-k̂m̥t-ī (*su̯ī-k̂m̥t-ī) —     u̯ī k̂m̥t ī (*su̯ī k̂m̥t ī)     English meaning: twenty     Deutsche Übersetzung: “zwanzig”     Note: Root u̯ī k̂m̥t ī (*su̯ī k̂m̥t ī): “twenty” derived from Root se : “reflexive pronoun” + Root (d)ekm̂ ̥, (d)ekm̂ ̥ t, (d)ekû : “ten”. Hence… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»